- άλεκτος
- η , ο [ος , ον ]1) не сказанный; невысказанный; 2) невыразимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄλεκτος — not to be told masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεκτος — και άλεχτος, η, ο (Α ἄλεκτος, ον) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος νεοελλ. αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεκτὸς < λέγω] … Dictionary of Greek
ἀλέκτως — ἄλεκτος not to be told adverbial ἄλεκτος not to be told masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεκτον — ἄλεκτος not to be told masc/fem acc sg ἄλεκτος not to be told neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτοις — ἄλεκτος not to be told masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτου — ἄλεκτος not to be told masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτους — ἄλεκτος not to be told masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτων — ἄλεκτος not to be told masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτῳ — ἄλεκτος not to be told masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεκτα — ἄλεκτος not to be told neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεκτοι — ἄλεκτος not to be told masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)